- ψυχάρι
- τό1) маленькая бабочка; 2) перен. баловень, любимчик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχάρι — (I) το / ψυχάριον, ΝΜΑ, και ψυχάριν Μ νεοελλ. μτφ. προσφώνηση αγαπητού, χαϊδεμένου προσώπου («ψυχάρι μου») νεοελλ. μσν. ψυχοπαίδι, δούλος αρχ. ψυχούλα («ἐάν του σμικρὸν ᾖ τὸ ψυχάριον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + υποκορ. κατάλ. άρι, άριο(ν)].… … Dictionary of Greek
ψυχάρι — το υποκορ. του ψυχή 1. μικρή πεταλούδα. 2. στους Βυζαντινούς, ψυχοπαίδι, δούλος. 3. αγαπημένη ύπαρξη, χαϊδεμένος, κανακάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
бабочка — уменьш. от бабка бабушка . Это образование основано на представлении, что душа умершего продолжает жить в виде бабочки; см. Потебня, РФВ 7, 69; Преобр. 1, 10. Ср. еще русск. диал. душичка бабочка от душа (Горяев, ЭС 8), нов. греч. ψυχάρι бабочка … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
душичка — бабочка , яросл. От душа, подобно нов. греч. ψυχάρι бабочка от ψυχή душа ; см. Потебня, РФВ 7, 69. Ср. бабочка … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ψυχάριον — τὸ, ΜΑ βλ. ψυχάρι … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ψυχαρούδα — η, Ν πεταλούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχάρι (ΙΙ) + κατάλ. ούδα (πρβλ. πεταλ ούδα)] … Dictionary of Greek